- πηλίκως
- πηλίκοςhow greatadverbialπηλίκοςhow greatmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλίκως — Α επίρρ. βλ. πηλίκος … Dictionary of Greek
πηλίκος — η, ον, ΜΑ (ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος) 1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον βλ. πηλίκον αρχ. ποιας ηλικίας, πόσων ετών. επίρρ … Dictionary of Greek